αιτιατός

αιτιατός
-ή, -ό (Α αἰτιατός, -ή, -όν) [αἰτιῶμαι]
αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν
το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον*
μσν.
υπαίτιος, ένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως ρημ. επίθετο είτε, λόγω τής σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη αιτία»), από τη λ. αἰτία, που φαίνεται πιθανότερο. Σε αντίθεση προς τα () αἰτία και (τὸ) αἴτιον που δηλώνουν «την προκαλούσα αιτία» (causa), το επίθ. αἰτιατός και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (τὸ αἰτιατὸν) δηλώνουν το αποτέλεσμα τής αιτίας. Έτσι εξηγείται και η ονομασία τού σημασιοσυντακτικού όρου αἰτιατική (πτώση) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το αποτέλεσμα τής ενέργειας τού ρήματος, όρου που κακώς αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως accusativus (casus) αντί τού ορθού effectivus (η πτώση τού αποτελέσματος, όχι τής αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος accusativus).
ΠΑΡ. αἰτιατικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰτιατός — produced by a cause masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατά — αἰτιατός produced by a cause neut nom/voc/acc pl αἰτιατά̱ , αἰτιατός produced by a cause fem nom/voc/acc dual αἰτιατά̱ , αἰτιατός produced by a cause fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατῶν — αἰτιατός produced by a cause fem gen pl αἰτιατός produced by a cause masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατόν — αἰτιατός produced by a cause masc acc sg αἰτιατός produced by a cause neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιαταῖς — αἰτιατός produced by a cause fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιαταί — αἰτιατός produced by a cause fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατοῖς — αἰτιατός produced by a cause masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατοί — αἰτιατός produced by a cause masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατοῦ — αἰτιατός produced by a cause masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατούς — αἰτιατός produced by a cause masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”